υογλωσσικός

υογλωσσικός
-ή, -ό, Ν
το αρσ. ως ουσ. ο υογλωσσικός
(ενν. μυς) ανατ. διπλός μυς που συμβάλλει στον σχηματισμό τής γλώσσας, καθώς και στον καταβιβασμό και στην έλξη της προς τα πίσω. /
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyoglossal (< υο-[ειδής] «αυτός που μοιάζει με ύψιλον» + γλωσσικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποβραγχιακός — ή, ό, Ν 1. (συγκρ. ανατ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κατώτερο ή στο τέταρτο τμήμα ενός βραγχιακού τόξου 2. φρ. α) «υποβραγχιακός χώρος» (συγκρ. ανατ.) ο χώρος κάτω από τα βράγχια στα δεκάποδα καρκινοειδή β) «υποβραγχιακοί μύες» (συγκρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”